ΛΙΑΝΙΚΟ ΚΑΙ ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Το λιανικό και χονδρικό εμπόριο αποτελούν το 19% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) και το 18% της συνολικής απασχόλησης.

Είναι ένας από τους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας, αναπτυσσόμενος με ρυθμούς διπλάσιους από αυτόν της οικονομίας συνολικά. Οι κλάδοι των τροφίμων, της ένδυσης/υπόδησης και των ηλεκτρονικών συσκευών καλύπτουν πάνω από το 50% των συνολικών πωλήσεων του τομέα.

Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για τη βελτίωση της παραγωγικότητας του τομέα, η οποία υπολείπεται κατά 30% - 40% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Για να κατανοηθούν τα αίτια για την υστέρηση στην παραγωγικότητα πρέπει να εξεταστούν οι ακόλουθες διαστάσεις: ƒ

Δομή της αγοράς.

Η διεθνής εμπειρία υποδεικνύει ότι, ειδικά στα τρόφιμα, οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές μονάδες είναι γενικά πιο παραγωγικές.

Στην Ελλάδα, ο αριθμός καταστημάτων τροφίμων και ένδυσης/υπόδησης ανά κάτοικο είναι περίπου διπλάσιος σε σύγκριση με την Ευρώπη, με αποτέλεσμα την υποεκπροσώπηση των μονάδων μεγαλύτερου μεγέθους.

Αυτό το μείγμα καταστημάτων έχει προκύψει από τις προτιμήσεις των καταναλωτών, την επίδραση ρυθμιστικών και άλλων περιορισμών και τις «ανεπίσημες» συναλλαγές.

Η εμπορική χρήση του διαδικτύου είναι επίσης περιορισμένη σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Λειτουργικό μοντέλο.

Σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, οι Έλληνες λιανέμποροι αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της περιορισμένης χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής (ΙΤ), των κατακερματισμένων προμηθευτικών αλυσίδων, του υψηλού κόστους μεταφοράς στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, της χαμηλής παραγωγικότητας του τομέα των μεταφορών, καθώς και των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας.

Αλυσίδα αγοράς στο χονδρεμπόριο.

Οι Έλληνες χονδρέμποροι είναι λιγότερο παραγωγικοί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω μεγέθους.

Αυτό με τη σειρά του οφείλεται στη μεγάλη εξειδίκευση ανά κατηγορία τροφίμου, στην πολυδιάσπαση και σε υστέρηση στη χρήση προηγμένων μεθόδων για τη διαχείριση των αποθεμάτων και την εξυπηρέτηση των πελατών. ƒ

Επίπεδα ανταγωνισμού.

Ενώ ο βαθμός συγκέντρωσης στο λιανεμπόριο είναι αντίστοιχος με τα ευρωπαϊκά επίπεδα, στο χονδρεμπόριο - ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων- είναι υψηλότερος.

Εν μέρει αυτό οφείλεται στην περιορισμένη διείσδυση τόσο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (private label, 12% σε σύγκριση με 24% σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες) καθώς και των εκπτωτικών καταστημάτων (6% σε σύγκριση με 13% σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες).

Εναλλακτικά μέτρα

Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του εμπορίου η εναλακτική μας πρόταση επισημαίνει προτεραιότητες ομαδοποιημένες σε δύο κατηγορίες στρατηγικών ενεργειών. 

  • Ενίσχυση του ανταγωνισμού, των επενδύσεων και της συμμόρφωσης.

Αυτό προϋποθέτει

-τον χαρακτηρισμό των αστικών και μη περιοχών για εμπορική χρήση ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις,

-την κατάργηση της απαγόρευσης πώλησης ορισμένων προϊόντων από γενικά καταστήματα λιανικής με παράλληλη τήρηση των κανόνων ασφάλειας και υγιεινής (μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, τροφές για μωρά κλπ.), καθώς και

-την ενίσχυση της διαφάνειας στις τιμές (π.χ. με την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών μέσω του Παρατηρητηρίου Τιμών και τη δημιουργία συγκριτικών βάσεων δεδομένων όπως το Stiftung Warentest στη Γερμανία).

Η αναβάθμιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η αυστηρή εφαρμογή της απαγόρευσης του παράνομου πλανόδιου εμπορίου και των «ανεπίσημων» συναλλαγών θα βοηθούσαν επίσης στη βελτίωση του ανταγωνισμού και στην ανταγωνιστική συμμόρφωση.

  • Αύξηση της παραγωγικότητας στο λιανεμπόριο και στο χονδρεμπόριο.

Αυτό πρέπει να επιδιωχθεί με

τη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων κυρίως στο επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων,

με παράλληλη προσπάθεια της αύξησης των επενδύσεων σε πληροφορικά συστήματα, στη βελτίωση της αλυσίδας αξίας και

της επέκτασης της χρήσης του διαδικτύου.

Είναι επίσης σημαντικό

-να μειωθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας (π.χ., κινητικότητα μεταξύ κλάδων, ημερήσιες βάρδιες),

-να επιταχυνθεί η απελευθέρωση της αγοράς των φορτηγών δημόσιας χρήσης και

- να περιοριστούν οι κανονιστικές απαιτήσεις για την παροχή στοιχείων περιορισμένης χρησιμότητας στο κράτος.

Με αυτά τα μέτρα, η ανταγωνιστικότητα του τομέα μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά. Η παραγωγικότητα μπορεί να αυξηθεί κατά περίπου 22% και οι πωλήσεις του λιανεμπορίου κατά περίπου €1,5 δισ.

Ευρύτερα στην οικονομία, ο τομέας μπορεί να δώσει προστιθέμενη αξία της τάξης των €4 δισ. (€2,5 δισ. άμεση συνεισφορά και €1,5 δισ. έμμεση συνεισφορά), και μία αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά περίπου €600 εκατ.

Επιστροφή στο ΜΕΝΟΥ  

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε