Η απάντηση της εναλλακτικής μας πρότασης στα μνημόνια.

Το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μέχρι τώρα συγκαλύφτηκε, ως ένα βαθμό, από την εισροή πόρων από το εξωτερικό καθώς και από τη συνεχή αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των επιχειρήσεων και σε βάρος των μισθωτών.

Η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του αναπτυξιακού και παραγωγικού αποθέματος, η περιορισμένη παραγωγικότητα του κεφαλαίου παρά τη συνεχή άνοδο των κερδών, η αδυναμία βελτίωσης της κοινωνικής συνοχής, ειδικότερα δε η διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των κοινωνικών δαπανών και, τέλος, η αδυναμία διαχείρισης σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων όπως η υπερβολική κατανάλωση ενέργειας, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η αναποτελεσματική διαχείριση των απορριμμάτων και η αδυναμία προστασίας των δασών, παίρνουν νέες και σοβαρές διαστάσεις, σε μια συγκυρία με πιο αργούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με επιτάχυνση της ανόδου των τιμών και με αύξηση της ανεργίας.

Οι εισροές πόρων και η μεταβίβαση εισοδήματος από τους μισθωτούς προς τα επιχειρηματικά κεφάλαια, αποτελούν παράγοντες δυναμικής της οικονομίας, την ίδια στιγμή που η άσκηση πολιτικών προς τις κατευθύνσεις που έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας βρίσκονται σε μια εντυπωσιακή στασιμότητα.

 Έτσι:

• Η πολιτική στον τομέα της έρευνας παραμένει ανίκανη να θέσει στόχους, αλλά και να αυξήσει τις δαπάνες, σύμφωνα με τους ευρύτερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

• Τα εργαλεία πολιτικής που επιδιώκουν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη και την αξιοποίηση καινοτομιών στην οικονομική δραστηριότητα και ειδικότερα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δεν έχουν εμποδίσει την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας και την αναπαραγωγή παρωχημένων παραγωγικών δομών,

• Η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών παραμένει επικεντρωμένη στη συγκράτηση των δαπανών και αδυνατεί να βελτιώσει την είσπραξη των εσόδων,

• Η εκπαιδευτική πολιτική έχει εγκλωβιστεί στη στασιμότητα των πόρων και στην αναμονή των ιδιωτικοποιήσεων,

• Οι πολιτικές για το ανθρώπινο δυναμικό είναι συνδυασμός ανεπάρκειας πόρων, αδυναμίας των πολιτικών παρέμβασης στην αγορά εργασίας και ανοχής της εκτεταμένης αδήλωτης εργασίας.

Η τρέχουσα διακυβέρνηση, με τις επιταγές των Τροϊκανών συνεχίζει να εμφανίζει ως μεταρρυθμιστική στρατηγική το σύνολο των πολιτικών που έχουν τέσσερις κύριους στόχους:

• τη μεταφορά όλο και περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα,

• τη συνεχιζόμενη επιχορήγηση και ενίσχυση της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα,

• τη συγκράτηση των εργατικών αμοιβών με κύριο εργαλείο την πολύπλευρη ευελιξία των εργασιακών σχέσεων και, τέλος,

• τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών με κύριο μέσο τη συγκράτηση των δαπανών και ειδικότερα των κοινωνικών δαπανών.

Η στρατηγική αυτή αποτελεί μεταφορά στο επίπεδο ενός εθνικού κράτους του προτύπου που πρεσβεύει και προωθεί η κυρίαρχη αντίληψη, των οικονομικών της προσφοράς, την οποία υποστηρίζουν οι διεθνείς οργανισμοί, όπως, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Πρόκειται για την πλέον απλοποιημένη εκδοχή των πολιτικών της προσφοράς, η οποία συνοψίζεται σε ένα σύνολο πολιτικών που ως κοινό και μοναδικό συστατικό έχουν την ενίσχυση σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων.

Είναι ένα μείγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, το οποίο στην Ελλάδα συνυπάρχει με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αναλάβει και να υλοποιήσει έστω και μεμονωμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, αλλά σε ελάχιστες από τις αναπτυγμένες χώρες λαμβάνει μια τόσο καθαρή μορφή, παρά το γεγονός ότι και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η στρατηγική αυτή αποτελεί το ενοποιητικό πλαίσιο των κοινών επιλογών σχετικά με τις οικονομικές πολιτικές.

Αυτό που χαρακτηρίζει το «ελληνικό πρότυπο» κατά τη σημερινή περίοδο είναι αφενός ότι εφαρμόζει πιστά τις πλέον απλοϊκές νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, και αφετέρου ότι έχει ελαχιστοποιηθεί η δυνατότητα του να υιοθετήσει μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, οι οποίες να προέρχονται από τις κρατικές υπηρεσίες, ή από τις διάφορες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας.

Η υστέρηση που παρουσιάζει το ελληνικό πρότυπο σε ότι αφορά την ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας, την επίτευξη της συναίνεσης που απαιτεί το φορντιστικό πρότυπο και ειδικότερα τη σύνδεση της τεχνολογικής ανάπτυξης με την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί μια βαριά κληρονομιά.

Το σύστημα άσκησης πολιτικών στο σύνολό του δεν φαίνεται διαθέσιμο να πραγματοποιήσει τη μεταστροφή που είναι αναγκαία για να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμες παραγωγικές δυνατότητες και το διαθέσιμο ετήσιο εθνικό εισόδημα.

Η μεταστροφή αυτή που στην ουσία αφορά τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, θα έπρεπε να έχει τις εξής διαστάσεις:

• Την εισαγωγή στις πολιτικές και τις προτάσεις πολιτικών του σχεδιασμού, δηλαδή της διατύπωσης ποσοτικών και ποιοτικών στόχων με χρονοδιαγράμματα,

• Την υποστήριξη του σχεδιασμού πολιτικών με την λειτουργία κατάλληλων θεσμών παραγωγής γνώσης,

• Την υιοθέτηση (ή την επιβολή) της υιοθέτησης οικονομικών ή κοινωνικών στόχων σε επιχειρηματικό, κλαδικό ή περιφερειακό επίπεδο, μέσω της διαβούλευσης, συνεργασίας και διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών και μεταξύ δημοσίων φορέων, εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα και αντιπροσωπευτικών κοινωνικών φορέων,

• Τη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας διοίκησης σε υπηρεσίες και επιχειρήσεις, το οποίο να συνδυάζει την άμεση εμπλοκή των εργαζομένων, με την αξιοποίηση αποτελεσματικών μεθόδων διοίκησης και οργάνωσης.

Η προσκόλληση της αναπτυξιακής στρατηγικής στις απλοϊκές συνταγές των διεθνών οργανισμών, οδηγεί την ελληνική οικονομία σε ένα αδιέξοδο, την εγκαθιστά πλέον σε μια κατάσταση κρίσης και την απομακρύνει οριστικά από την ευφορία.

Ταυτόχρονα όμως, ο συνδυασμός δογματισμού, στασιμότητας και άρνησης μιας κριτικής αξιολόγησης σε οποιονδήποτε τομέα, οδηγεί στην απομάκρυνση από διαδικασίες διαλόγου και αναζήτησης συναίνεσης με εκπροσώπους κοινωνικών τάξεων και ομάδων, που έχουν ένα ουσιαστικό περιεχόμενο.

Αυτή η απομάκρυνση από τους κοινωνικούς συνομιλητές, διασπά σε μεγάλο βαθμό, τις γέφυρες επικοινωνίας με την κοινωνία, που βασίζεται στην υπόθεση ότι έχει αποδυναμωθεί η ικανότητα αντίδρασης της κοινωνίας.

Επιπρόσθετα στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, πέντε αναγκαίοι στόχοι, που κρίνονται ιδιαίτερης καίριας σημασίας να τεθούν και σε αυτούς να επικεντρωθούν όλες οι πολιτικές που στο εξής θα ακολουθούνται προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο της ελληνικής ανταγωνιστικότητας είναι οι ακόλουθοι:

• Η ενίσχυση της έρευνας και της εισαγωγής καινοτομιών, ιδίως σε ΜΜΕ και στην περιφέρεια

• Η αποδοτικότερη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, με την απλοποίηση της νομοθεσίας (ειδικά για την άσκηση της επιχειρηματικότητας των ΜΜΕ) και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση

• Η βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις της οικονομίας της γνώσης, την αποτελεσματικότερη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας και τη διευκόλυνση για είσοδο στην αγορά εργασίας.

• Η βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις και στην περαιτέρω ενίσχυση του ανταγωνισμού

• Η ανάπτυξη ενός συστήματος μέτρησης της ανταγωνιστικότητας στις 13 περιφέρειες της χώρας, ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματικότερη εξειδίκευση των περιφερειακών πολιτικών

• Η μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος

Εναλλακτική προσέγγιση: Η καινοτομία στη σημερινή οικονομία της γνώσης

Η καινοτομία προβάλλει σήμερα ως μια από τις πλέον σημαντικές παραμέτρους για την ανάπτυξη, τόσο σε επίπεδο εθνικής οικονομίας όσο και στο επίπεδο της επιχείρησης, ενώ τίθεται σε θέση υψηλής προτεραιότητας στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που προτείνει η εναλλακτική μας πρόταση διακυβέρνησης.

Oι διαφορές ανταγωνιστικότητας και του κατά κεφαλήν εισοδήματος που παρατηρούνται ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες μπορούν σε ένα βαθμό τουλάχιστον, να αποδοθούν σε διαφορετικά επίπεδα καινοτομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης.

Ως καινοτομία θεωρούμε τη χρήση νέας γνώσης προκειμένου να προσφερθεί (δηλαδή να σχεδιαστεί και να εμπορευματοποιηθεί) ένα νέο προϊόν ή μια νέα υπηρεσία που θέλουν οι πελάτες.

Η καινοτομία μπορεί να αφορά ένα νέο προϊόν ή μια νέα υπηρεσία, τον τρόπο ή την τεχνολογία παραγωγής ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, καθώς επίσης μπορεί να αναφέρεται σε διοικητική διαδικασία ή οργανωτική δομή (εσωτερικά ή εξωτερικά σε σχέση με τους πελάτες ή τους προμηθευτές).

Μια καινοτομία μπορεί να είναι ριζική, ή σταδιακή (ανάλογα με το πόσο αλλάζει και απαξιώνει υπάρχουσες ικανότητες της επιχείρησης).

Βασικό «εργαλείο» της ανάλυσης του περιεχομένου της καινοτομίας αποτελεί η έννοια του Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας (ΕΣΚ), που ενσωματώνει τρία επίπεδα:

το επίπεδο εθνικής οικονομίας (μακρο-επίπεδο),

το επίπεδο δικτύων επιχειρήσεων (clusters, μέσο επίπεδο) και

το επίπεδο επιχείρησης (μικρο-επίπεδο) ( Porter, M. and Stern, S., The New Challenge to America's Prosperity: Findings from the Innovation Index, Council on Competitiveness, 1999 ).

Σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, οι παράγοντες που διαμορφώνουν το πλαίσιο ανάπτυξης καινοτομίας περιλαμβάνουν:

• Το επίπεδο επενδύσεων σε βασική έρευνα, κρατικές πολιτικές υποστήριξης, και χρηματοδότησης της έρευνας, οι πολιτικές που σχετίζονται με την φορολόγηση κεφαλαίων για Ε&Α. Ο ρόλος των δημοσίων επενδύσεων είναι καθοριστικός, μιας και μέσα από τη βασική έρευνα αναπτύσσεται το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας. Σημαντική εδώ είναι και η συνεισφορά των ιδιωτικών επενδύσεων σε Ε&Α.

• Τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital), κάτι που θα βοηθήσει στην αρχική φάση σχεδιασμού και πειραματικής εισαγωγής της καινοτομίας, μιας και είναι γνωστό ότι μικρό μόνο ποσοστό των καινοτομικών προσπαθειών καταλήγουν να είναι πετυχημένα στην αγορά

• Το μέγεθος και η ποιότητα του ερευνητικού δυναμικού της χώρας, και το επίπεδο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, σε χώρους τεχνολογικούς αλλά και σε χώρους που αφορούν τη διοίκηση και οργάνωση, τη παραγωγή κλπ

• Την υποδομή σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, που επιτρέπουν την άμεση επικοινωνία και διασύνδεση, την άντληση μεγάλου όγκου δεδομένων, την παράλληλη εργασία και συνεργασία, κλπ

• Το επίπεδο ωριμότητας της αγοράς, όσον αφορά εγχώρια ζήτηση για καινοτομικά προϊόντα, έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό και προσέλκυση επενδύσεων, κλπ

Σε επίπεδο δικτύων επιχειρήσεων (δηλαδή επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από μια γεωγραφική εγγύτητα ή παρόμοια εξειδίκευση - π.χ. επιχειρήσεις πληροφορικής) οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη καινοτομικότητας περιλαμβάνουν:

• Την διαθεσιμότητα και ποιότητα απαραίτητων εισροών στο δίκτυο (δηλαδή συστήματα μεταφοράς και ανταλλαγής γνώσεις μέσα στις επιχειρήσεις της ομάδας, δυνατότητα άντλησης χρηματοδοτικών κεφαλαίων, προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού υψηλού επιπέδου, κλπ)

• Την ύπαρξη ενός υγιούς ανταγωνιστικού πλαισίου ανάμεσα στις επιχειρήσεις, που αφορά τους κανόνες, τα κίνητρα, και τις πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις (π.χ. εσωτερικός ή διεθνής ανταγωνισμός)και που τις ωθούν να στραφούν προς την καινοτομία

• Το επίπεδο ωριμότητας της αγοράς, όσον αφορά εγχώρια ζήτηση για συνεχή βελτίωση της ποιότητας, κάλυψη των μεταβαλλόμενων αναγκών της αγοράς, ικανοποίηση των απαιτητικών πελατών, κλπ.

• Την ύπαρξη σχετιζόμενων και «υποστηρικτικών» κλάδων που είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη καινοτομικών δραστηριοτήτων (π.χ. κατασκευαστές εξαρτημάτων, κλπ)

Σε επίπεδο επιχείρησης οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη καινοτομιών περιλαμβάνουν:

• Η ύπαρξη ισχυρού τμήματος Ε&Α, και το ύψος των επενδύσεων της επιχείρησης σε Ε&Α, η ύπαρξη επιχειρησιακού κλίματος και ηγετικής ομάδας που να ευνοεί την ανάληψη κινδύνου,

• Η ύπαρξη και αξιοποίηση διανοητικού κεφαλαίου (intellectual capital) και εν γένει η διαχείριση της γνώσης της επιχείρησης, μιας και η γνώση αποτελεί καίριο παράγοντα στην ανάπτυξη καινοτομίας. Στη διαχείριση της γνώσης συμβάλλει η τεχνολογία της πληροφορικής, αλλά και η ύπαρξη κατάλληλου κλίματος εμπιστοσύνης για ανταλλαγή γνώσης

• Η υιοθέτηση αποκεντρωμένων και ευέλικτων οργανωτικών δομών με «ανοιχτή» επικοινωνία τόσο κάθετα (ανάμεσα στα οργανωτικά επίπεδα) όσο και οριζόντια (εντός των οργανωτικών επιπέδων)

• Η σύναψη στρατηγικών συμμαχιών και γενικότερα η δικτύωση των επιχειρήσεων, ή η ένταξή τους σε τεχνολογικά δίκτυα, κάτι που διευκολύνει σημαντικά την ανταλλαγή της γνώσης και την επικοινωνία με ομοειδείς επιχειρήσεις, με προμηθευτές, με πελάτες, κλπ

• Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά κεφάλαια.

Πέρα όμως από την ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν τη καινοτομία στα διάφορα επίπεδα ανάλυσης, είναι πολύ σημαντική και η διασύνδεση μεταξύ της βασικής έρευνας με τη παραγωγή.

Υπάρχουν, οργανωμένοι, και κυρίως, αποτελεσματικοί θεσμοί που να συνδέουν - μεταφέρουν τα επιτεύγματα της βασικής έρευνας σε καθιερωμένα ή αναδυόμενα δίκτυα επιχειρήσεων. Σε ορισμένες χώρες, παρουσιάζεται ιδιαίτερη δραστηριοποίηση σε κοινές ερευνητικές πρωτοβουλίες μεταξύ πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και κράτους, καταδεικνύοντας την ανάγκη διάχυσης των αποτελεσμάτων της βασικής έρευνας σε όλο το φάσμα της οικονομίας.

 Ανάγκη επιτάχυνσης θετικών τάσεων...συνέχεια

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε