ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ

 Στην εναλλακτική μας πρόταση διακυβέρνησης, η αστυνομία εξακολουθεί να καταπολεμά και να διώκει το έγκλημα αλλά ταυτόχρονα συνεργάζεται με την κοινότητα για να αλλάξει τις συνθήκες που ενθαρρύνουν την εγκληματική συμπεριφορά.

Χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε την αποστολή της αστυνομίας δίνοντας προτεραιότητα, όχι στις ανάγκες και τους στόχους που εξυπηρετούν την ίδια την αστυνομία, αλλά στις ανάγκες των ανθρώπων που υπηρετεί

Οι αστυνομικοί περιπολίας είναι οι βασικοί φορείς εφαρμογής της κοινοτικής αστυνόμευσης. Πάνω τους στηρίζεται όλη η οργάνωση της αστυνόμευσης.

Μέσα από τις καθημερινές και σταθερές επαφές με τους πολίτες γίνονται οικείοι, αναπτύσσουν γνώση από πρώτο χέρι για τα προβλήματα και δημιουργείται μια αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Για την εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης δεν υπάρχει μια επιτυχημένη συνταγή. Η κατάλληλη στρατηγική εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στην αστυνομία (προσωπικό, διοίκηση, οργάνωση, μέσα) και στην κοινότητα.

Όσον αφορά τους αστυνομικούς, θα πρέπει να έχουν αποδεχθεί τις αρχές που διέπουν την κοινοτική αστυνόμευση (ρόλος αστυνομικού, συμμετοχή πολλών στις αποφάσεις, αλλαγές στον τρόπο διοίκησης, κ.ά).

Ακόμη περισσότερο πρέπει να έχουν εμποτιστεί από το πνεύμα και τη γενικότερη φιλοσοφία όπου εντάσσεται η κοινοτική αστυνόμευση, κάτι που προϋποθέτει ότι πρέπει να διαθέτουν κατάλληλη προσωπικότητα και εκπαίδευση.

Η κοινοτική αστυνόμευση δεν προσφέρεται για γρήγορα αποτελέσματα. Απαιτεί μακρόχρονες προσπάθειες, αστυνομίας και κοινότητας για την επίτευξη των κοινών στόχων.

Προετοιμασία εφαρμογής της κοινοτικής αστυνόμευσης

Για να πετύχει η κοινοτική αστυνόμευση προαπαιτείται καλή διοίκηση και οργάνωση που προέρχεται από τα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας.

Πρέπει να αναπτυχθεί συνολική στρατηγική σχεδιασμένη να προάγει την συναίνεση μεταξύ αστυνομίας, κοινότητας, δημοσίων οργανισμών, κοινωνικών υπηρεσιών και τύπου.

Οι ηγέτες της αστυνομίας πριν να κάνουν οτιδήποτε θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η κοινοτική αστυνόμευση είναι μαζί μια φιλοσοφία και μια στρατηγική της αστυνομίας.

Η φιλοσοφία στηρίζεται στην σπουδαιότητα του προληπτικού ρόλου της αστυνομίας με τη λύση προβλημάτων των πολιτών. Αυτό απαιτεί οικοδόμηση εμπιστοσύνης με την κοινότητα και συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες αστυνόμευσης για ασφαλέστερες γειτονιές.

Η στρατηγική απαιτεί μόνιμους αστυνομικούς περιπολίας σε συγκεκριμένες γειτονιές όπου έχουν καθημερινές επαφές με τους κατοίκους.

Στους αστυνομικούς δίνονται αρμοδιότητες και ευθύνες για αναγνώριση τοπικών προβλημάτων και ανάπτυξη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων λύσεων. Ακόμα ενεργούν ως δέκτες παραπόνων και ως σύνδεσμοι με άλλες δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες που μπορούν να βοηθήσουν. Επίσης συνεχίζουν να ασχολούνται με το έγκλημα, τη βία, το φόβο του εγκλήματος, τα ναρκωτικά, τις φυσικές καταστροφές και τις κοινωνικές αναταραχές.

Για να εξασφαλιστούν προϋποθέσεις επιτυχίας της κοινοτικής αστυνόμευσης οι αρμόδιοι θα πρέπει να δώσουν σημασία στις εξής περιοχές

Στην Αστυνομική Διεύθυνση

Στην Κοινότητα

Στους Πολιτικούς

Στις Κοινωνικές Υπηρεσίες

Στα Μέσα Ενημέρωσης

  • Η Αστυνομική Διεύθυνση

Α) Θέματα Πολιτικής:

1) Εξεύρεση δύναμης για πεζή περιπολία. Έρευνα και ανάλυση του εγκλήματος και των περιστατικών που επεμβαίνει η αστυνομία.

2) Ανάπτυξη συστήματος επιβραβεύσεων, το οποίο να ενδυναμώνει τις υπηρεσίες της κοινοτικής αστυνόμευσης.

3) Προηγμένα συστήματα διοίκησης, που να υποστηρίζουν τη δράση των αστυνομικών περιπολίας.

4) Υποστήριξη με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα (φορητοί ασύρματοι, Η/Υ, τερματικά, κινητά τηλέφωνα, βομβητές,).

Β) Θέματα Διοίκησης:

1) Η διοίκηση δεν σταματά στην οικειοποίηση της προσπάθειας αλλά παρέχει συνεχή υποστήριξη, ιδέες και μέσα.

2) Η προσπάθεια της κοινοτικής αστυνόμευσης εξαρτάται σημαντικά από τους προϊστάμενους-αξιωματικούς. Μερικοί αντιστέκονται στις αλλαγές για να διατηρήσουν το σύστημα που ήδη υπηρετούν και άλλοι, δεκτικοί στις αλλαγές, ενδυναμώνουν την προσπάθεια.

Η κοινοτική αστυνόμευση είναι το αντίδοτο στην παραδοσιακή παγίδα της «αστυνόμευσης των αριθμών».

Για να υπολογιστούν τα εγκλήματα που προλαμβάνονται και η εμπέδωση των αισθημάτων ασφαλείας, μεταβάλλεται ο ρόλος του επαγγέλματος, η αξιολόγηση και ο τρόπος εκπαίδευσης προσωπικού. Τα λάθη στη νέα προσπάθεια είναι αναμενόμενα και αποτελούν μέρος της διαδικασίας μάθησης.

Η κοινοτική αστυνόμευση περιλαμβάνει όλους τους αστυνομικούς (ασφαλείας, τροχαίας εγκληματολογικού, δίωξης ναρκωτικών, τουρισμού, κ.λπ.).

Γ) Θέματα Πρακτικής

Οι διοικητές και οι αξιωματικοί δεν δίνουν μόνο διαταγές ούτε μόνο ζητούν αποτελέσματα από τους αστυνομικούς περιπολίας αλλά τους συναντούν συχνά (πολλές φορές κατά τη βάρδια τους), τους ακούν, λαμβάνουν μηνύματα κα επιβεβαιώνουν την υποστήριξη στις προσπάθειές τους.

Η άγνοια γίνεται εχθρός, όταν ο αστυνομικός νομίζει ότι η δουλειά του είναι να περπατάει απλώς στους δρόμους και ο προϊστάμενος να αγνοεί τα παράπονα της βάσης.

Η κοινοτική αστυνόμευση χρειάζεται ανοικτές γραμμές επικοινωνίας. Οι παρανοήσεις και η έλλειψη επικοινωνίας δημιουργούν εμπόδια. Η διάθεση σε πεζή περιπολία δεν αποτελεί "κακή" υπηρεσία.

Αντίθετα ο αστυνομικός της κοινοτικής αστυνόμευσης είναι αυτός που κατέχει προσόντα και δρα ανεξάρτητα, χωρίς επίβλεψη, έχοντας την εμπιστοσύνη της υπηρεσίας στο να παίρνει πρωτοβουλίες για λύση προβλημάτων.

Οι προϊστάμενοι πρέπει να φροντίσουν ώστε η βάρδια της περιπολίας να μην λαμβάνεται ως "υποδεέστερη" από άλλες υπηρεσίες. Οι αστυνομικοί περιπολίας δεν ασχολούνται με "όλες τις δουλειές" και με όλα τα ζητήματα που παρουσιάζονται στους πολίτες.

Περιορίζονται σε καθημερινές επαφές πρόσωπο με πρόσωπο, λύνουν προβλήματα που σχετίζονται με το έγκλημα και την ασφάλεια των πολιτών και οικοδομούν σχέσεις εμπιστοσύνης

  • Η Κοινότητα

Ανάπτυξη σχεδίου για την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα οφέλη της κοινοτικής αστυνόμευσης.

Επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων για την ανταπόκριση στις κλήσεις που δέχεται η αστυνομία από το κοινό. Ενημέρωση των πολιτών ώστε να τονιστεί η κρισιμότητα της συμμετοχή τους

Εξασφάλιση ότι η κοινοτική αστυνόμευση συμπεριλαμβάνει τη συμμετοχή και υποστήριξη όλων των πολιτών και όχι μόνο επιλεκτικά μερικών προνομιούχων.

Υποστήριξη ερευνών που γίνονται με τη συμμετοχή των πολιτών για να καθοριστεί και να αξιολογηθεί η στρατηγική.

Η κοινότητα έχει λόγο στην αξιολόγηση της εφαρμογής της κοινοτικής αστυνόμευσης και της επίδοσης των αστυνομικών

Οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν ότι η κοινοτική αστυνόμευση δεν είναι "θεραπεία" που επέρχεται μέσα σε μια βραδιά, ακόμη και όταν σε πρώτη φάση έχει θετικά αποτελέσματα.

  • Οι Πολιτικοί

Ενημέρωση/εκπαίδευση των πολιτικών για τη αναγκαιότητα της κοινοτικής αστυνόμευσης και τις πολιτικές παγίδες που κρύβει.

Προσπάθεια να αποδεχτούν οι πολιτικοί να "μιλούν την ίδια γλώσσα" με τους αστυνομικούς, χωρίς να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την προσπάθεια για δικό τους όφελος και δύναμη. Οι υπεύθυνοι της αστυνομίας πρέπει να πείσουν τους πολιτικούς ότι η κοινοτική αστυνόμευση δεν εμπλέκεται σε πολιτικές σκοπιμότητες και σε κάθε περίπτωση πρέπει να την υποστηρίζουν.

  • Οι Κοινωνικές Υπηρησίες

Όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να εμπλέκονται στο σχεδιασμό και εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης.

Οι κοινωνικές υπηρεσίες πρέπει να αναπροσαρμόσουν το δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο εργασίας ώστε να συνδράμουν τις αστυνομικές υπηρεσίες οποιαδήποτε ώρα και μέρα απαιτηθεί.

Η οργανωμένη ομαδική δουλειά πολλών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, λύνει αποτελεσματικότερα τα προβλήματα των πολιτών.

Εκτός από τους αστυνομικούς, θα πρέπει και υπάλληλοι άλλων υπηρεσιών να ενταχθούν σε ένα "Δίκτυο Υπηρεσιών προς την Κοινότητα".

Όταν υπάρχουν επιτυχίες θα πρέπει να αποδίδονται σε όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες που συνέβαλλαν.

  • Τα Μέσα Ενημέρωσης

Οι αρμόδιοι αξιωματικοί πρέπει να αναλύσουν στα μέσα ενημέρωσης τη φιλοσοφία και τη στρατηγική της κοινοτικής αστυνόμευσης και να ζητήσουν τη συμβολή τους.

Οι πολίτες θα πρέπει να έχουν συνεχή ενημέρωση μέσω του τύπου. Οι αστυνομικοί της κοινοτικής αστυνόμευσης πρέπει να μιλούν απευθείας στα μέσα ενημέρωσης "διαφημίζοντας" τη δουλειά τους.

Πρέπει να δίνονται τον τύπο πραγματικά γεγονότα και ιστορίες, στα οποία η κοινοτική αστυνόμευση έχει να επιδείξει έργο.

Πως μπορεί να εφαρμοστεί η κοινοτική αστυνόμευση στην Ελλάδα;

Με προσεκτικό σχεδιασμό και στρατηγική.

  • Με την επιλογή και εκπαίδευση κατάλληλου προσωπικού που θα αναλάβει την εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης.
  • Με την οργανωμένη ενημέρωση αστυνομικών, πολιτών και τύπου.
  • Με τις οργανωτικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης και διάταξης υπηρεσίας των αστυνομικών υπηρεσιών.
  • Με το να πειστούν οι προϊστάμενοι να αλλάξουν τρόπο διοίκησης και οι αστυνομικοί να αλλάξουν τον τρόπο παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες.
  • Με το να δεχτεί η αστυνομία (και οι πολιτικοί) τους πολίτες και τους φορείς ως συμπαραγωγούς στην πολιτική αστυνόμευσης.
  • Με το να πειστούν οι πολίτες ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τα στερεότυπα και τις αντιλήψεις που είχαν στο παρελθόν για την αστυνομία και να δεχτούν ότι η συνεργασία μαζί της σήμερα είναι επιβεβλημένη.

Όπως καταλαβαίνει κανείς η άμεση εφαρμογή μεθόδων κοινοτικής αστυνόμευσης στην Ελλάδα σε ευρεία κλίμακα είναι σχεδόν ανέφικτη με τα σημερινά δεδομένα.

Μια νομοθετική και μόνο μεταρρύθμιση προς αυτό το σκοπό δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις.

Απαιτούνται ευρύτερες αλλαγές που σχετίζονται περισσότερο με τις στάσεις και αντιλήψεις του προσωπικού.

Μπορούν όμως να γίνουν σημαντικά βήματα σε επιλεγμένα αστυνομικά τμήματα, όπου οι συνθήκες είναι ευνοϊκές (δεκτική διοίκηση, πρόθυμοι και ενημερωμένοι αστυνομικοί, υποστήριξη τοπικής κοινωνίας, επάρκεια προσωπικού, όρεξη και θέληση για δουλειά για επίτευξη συγκεκριμένων στόχων).

«Κοινοτική αστυνόμευση: Σύγχρονες Τάσεις»

Η κοινοτική αστυνόμευση (ΚΑ) είναι η πιο φιλόδοξη αμφισβήτηση του κρατικού μοντέλου πάνω στο οποίο στηρίχθηκε παραδοσιακά ο θεσμικός έλεγχος του εγκλήματος όπως μας το παρέδωσε η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα.

Τα στοιχεία της ΚΑ είναι δύο:

  • η διεταιρικότητα ('partnership'), δηλαδή η συνεχής και δομική σχέση της αστυνομίας με την τοπική κοινότητα και τους φορείς της και
  • η συνείδηση επίλυσης προβλημάτων ('problem solving').

Και τα δύο αυτά αντιδιαστέλλονται προς τους άξονες του παραδοσιακού κρατοκεντρικού μοντέλου, δηλαδή προς την στεγανοποίηση από την κοινωνία της αστυνομίας ως απρόσωπου και ποιοτικά διακριτού φορέα και προς τον φορμαλισμό του ποινικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου η αστυνομία δρα με δέσμια αρμοδιότητα χωρίς επινοητικότητα ή πρωτοβουλία ενόψει και της εγγυητικής αρχής στην ποινική δικονομία.

Αντίθετα, η ΚΑ και ο «αστυνομικός της γειτονιάς» χαρακτηρίζονται από επινοητικότητα, ευελιξία και ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικών δεξιοτήτων. Η επιτυχία στο έργο τους συνδέεται - και εύλογα- από τους ίδιους και με προσωπικά τους χαρίσματα, ώστε ο ζήλος του αστυνομικού αυξάνεται, όπως και η αυτοεκτίμησή του.

Οι μορφές της είναι:

1) η προληπτικότητα στη δράση της ('pro-active attitude').

Δεν ενεργεί η αστυνομία αντιδραστικά στην παραβατικότητα, αλλά προδραστικά στο «πρόβλημα», του οποίου γίνεται κοινωνός μέσα από τους διαύλους επικοινωνίας της με την κοινότητα, λόγος για τον οποίο η αστυνομία αρχίζει να διεκπεραιώνει πλέον το ρόλο της διαχείρισης και του ελέγχου της αταξίας και της ανομίας. Το κέντρο βάρους μετατίθεται από το έγκλημα στην κοινωνική απρέπεια ('incivilities'). Στο σημείο αυτό η κοινοτική αστυνόμευση συναντά το θεσμό της βρετανικής diversion που ανήκει όμως βέβαια στο πλαίσιο του παραδοσιακού θεσμικού κοινωνικού ελέγχου.

2) η κουλτούρα της εγγύτητας ('proximity')

ό,τι δηλαδή αποκαλείται 'police de proximité' στο γαλλόφωνο ή 'policia de barrio' στον ισπανόφωνο δικαιικό χώρο. Μιλάμε εδώ για την εγγύτητα στο χώρο μέσω της αποκέντρωσης της αστυνομικής υπηρεσίας και την επανεστίασή της στο τοπικό επίπεδο (που ακριβώς καθιστά τον «αστυνομικό της γειτονιάς» σημειολογική συμπύκνωση του όλου μοντέλου της ΚΑ), την εγγύτητα ως προς το χρόνο, καθώς η επίλυση προβλημάτων αποσκοπεί στο να μην χρονίζουν αυτά υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη της κοινότητας στην αποτελεσματικότητα του αστυνομικού έργου, τέλος, μιλάμε για την εγγύτητα σχέσεων αστυνομικού-μελών της κοινότητας, ώστε αυτά να αισθάνονται εμπιστοσύνη στο δικό τους «φύλακα» των αγαθών τους. Για το λόγο αυτό θεσμοί όπως η εποχούμενη περιπολία ή το σύστημα Compstat δεν είναι αφομοιώσιμα από την κοινοτική αστυνόμευση. Η εποχούμενη περιπολία υστερεί της πεζής περιπολίας τόσο συμβολικά όσο και ουσιαστικά αφού η αδιαμεσολάβητη από το όχημα ορατότητα του αστυνομικού οργάνου κατασιγάζει την ανασφάλεια που προκαλείται από το φόβο του εγκλήματος ιδίως σε ευπαθείς γειτονιές. Το σύστημα Compstat, επινοημένο από τον Διοικητή της NYPD W. Bratton στα μέσα της δεκαετίας του '90 στη Ν. Υόρκη, αποτελεί ένα απρόσωπο και υπερτεχνοποιημένο σύστημα γεωγραφικής καταγραφής της εγκληματικότητας ('geocoding'), καθώς και στρατηγικού επιμερισμού δράσης και καταλογισμού ανάλογης ευθύνης όσων όφειλαν να την φέρουν εις πέρας ('Com&Con System'). Είναι συνεπώς, με βάση αυτά τα στοιχεία, κατ' αρχήν ασύμβατο με την κοινοτική αστυνόμευση, που πρέπει να παραμένει διαπροσωπική και δευτερευόντως «ψηφιακή», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε στην εποχή των φίλμ νουάρ με τους «χάρτες με τις πινέζες». Ίσα-ίσα πρέπει να συλλέγονται και να αναλύονται στον υπολογιστή όλα τα στοιχεία που θα χρησιμεύσουν για την οργάνωση πρόσφορης κατά την περίσταση πρόληψης ['situational policing'], για τη διαμόρφωση περιβαλλοντικού σχεδιασμού ['environmental design'] ή για την υλοποίηση ειδών πρωτογενούς πρόληψης ώστε να προληφθεί ο σχηματισμός ομάδων σε κίνδυνο να εγκληματήσουν. Επί πλέον, τέλος, το σύστημα της Compstat συνδέθηκε τουλάχιστον επί δημαρχίας Giulliani με την περίφημη «μηδενική ανοχή», που είναι ξένο σώμα στην ΚΑ.

3) Σταθερή στο χρόνο επικοινωνιακή παρουσία στη ζωή της κοινότητας.

Ο αστυνομικός συμβουλεύεται και συμβουλεύει, συντρέχει τους πολίτες στα προβλήματά τους, όχι υποχρεωτικά ποινικής φύσης, συμμετέχει σε εκδηλώσεις κοινοτικών φορέων και εισηγείται στην υπηρεσία του προτάσεις για θεματικές όπως τα κύματα διαρρήξεων, η σχολική βία, η μικροδιακίνηση και χρήση ουσιών, ο χουλιγκανισμός κλπ. Έτσι π.χ. αστυνομικοί σταθμοί κοινοτικού τύπου στη συνοικία και συμβουλευτικοί σταθμοί κοντά στους αστυνομικούς σταθμούς αποτελούν βασικά στοιχεία της «αστυνομίας της γειτονιάς»

4) Μαθητεία και εκπαίδευση

που αποσκοπούν τόσο στη νομική και επιχειρησιακή κατάρτιση του αστυνομικού, όσο και στην ικανότητά του να συμμετέχει στην κοινοτική διαβούλευση. Θα ήταν συνεπώς σημαντική η συμπλήρωση των μαθημάτων στην Σχολή και με γερές δόσεις εκμάθησης ή περαιτέρω εκμάθησης εγκληματολογίας, ψυχολογίας, εφαρμοσμένης ηθικής, κοινωνικής θεωρίας, αλλά και επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Αυτό θα αλλάξει και την παραδοσιακή κουλτούρα του αστυνομικού από θεσμικό όργανο σε κοινωνικό "partner".

Ο όρος Κοινοτική Αστυνόµευση

Ο όρος Κοινοτική Αστυνόµευση, αναφέρεται στο µοντέλο αστυνόµευσης που βασίζεται στην συνεργασία αστυνοµίας και κοινότητας µέσα από δραστηριότητες που είναι κοινές και εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικής δράσης, οι οποίες έχουν σκοπό την πρόληψη της εγκληµατικότητας, την εξάλειψη των προβληµάτων παραβατικότητας και την µείωση του φόβου απέναντι στο έγκληµα. Κατατείνει δηλαδή στην γενικότερη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.

Ο όρος Κοινοτική Αστυνόµευση αποτελεί ένα γενικό σύστηµα αστυνόµευσης, το οποίο λειτουργεί σε τοπικό επίπεδο και επιδιώκει την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση των προβληµάτων που σχετίζονται µε παραβατικές συµπεριφορές.

Αυτοσκοπός είναι όχι µόνο η εξάλειψη του εγκλήµατος, αλλά η εξάλειψη του φόβου θυµατοποίησης. Λειτουργεί συνεπώς σε προληπτικό και όχι σε κατασταλτικό επίπεδο.

Η Κοινοτική Αστυνόµευση προϋποθέτει την συνεργασία των πολιτών για την επίτευξη του προαναφερόµενου σκοπού. Τα προγράµµατα εφαρµόζονται ύστερα από την συγκατάθεση των πολιτών και προσπαθούν να µειώσουν το φόβο του εγκλήµατος.

Η Κοινοτική Αστυνόµευση, στην καθηµερινή της άσκηση, προϋποθέτει από οργανωτική άποψη την ύπαρξη γραφείων αστυνόµευσης σε συνοικίες, τα οποία δεν έχουν καµία σχέση µε τα γνωστά Αστυνοµικά Τµήµατα αλλά αποτελούν στην ουσία το χώρο συνάντησης των αστυνοµικών µε τους πολίτες. Τα γραφεία αυτά πρέπει να είναι εύκολα στην πρόσβαση, ανοιχτά κατά την διάρκεια της ηµέρας και να χρησιµοποιούνται µόνο ως βάση των αστυνοµικών που θα περιπολούν είτε πεζοί είτε µε αυτοκίνητο στη γειτονιά.

Η συνηθέστερη δραστηριότητα είναι η περιπολία στη γειτονιά µε πρώτιστο σκοπό, όχι τον έλεγχο αλλά την επαφή µε την προσέγγιση.

Συγκεκριµένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της καθηµερινής αστυνόµευσης πρέπει να είναι :

Η αστυνοµία επιχειρεί στην γειτονιά

Συναντήσεις µε οµάδες της κοινότητας

Ανάλυση και επίλυση προβληµάτων γειτονιάς

Εργασία µε µέλη της κοινότητας σε προγράµµατα πρόληψης του εγκλήµατος

Επαφές των αστυνοµικών µε πολίτες µέσα από συναντήσεις πόρτα - πόρτα

Συζητήσεις µε µαθητές στα σχολεία

Συναντήσεις µε τοπικούς εµποροβιοτέχνες, εµπόρους και οικονοµικούς παράγοντες

Καθιέρωση ελέγχων ασφαλείας των επιχειρήσεων και γενικά πιθανών εγκληµατικών σχόχων της γειτονιάς

Επαφές µε «παραβατικά» άτοµα

Η συµβολή της Κοινοτικής Αστυνόµευσης παρόλο που είναι αρκετά σηµαντική, αφού καταφέρνει σε ένα µεγάλο ποσοστό να εξαλείψει το φόβο θυµατοποίησης, ωστόσο στην εφαρµογή εµφανίζονται κάποιες δυσκολίες και κίνδυνοι.

Κίνδυνοι κακής εφαρμογής

1. Όσο δυναμώνει στη σχέση διεταιρικότητας ο πόλος κοινότητα, το μοντέλο περιπίπτει στον κίνδυνο να απορροφηθεί από αυτήν ο πόλος «αστυνομικός της γειτονιάς».

Ο κίνδυνος αυτός έχει δύο ονόματα.

  • Το ένα είναι η ιδιωτική παροχή υπηρεσιών ασφάλειας.

Εδώ οι πολίτες μόνοι ή σε συνεργασία με την αστυνομία αγοράζουν τεχνικά συστήματα ασφάλειας (συναγερμούς ή κλειστά κυκλώματα επιτήρησης στις γειτονιές) ή περιπολίες από μέλη εταιρειών 'security', κυρίως εποχούμενες.

  • Το άλλο όνομα είναι η αδιαμεσολάβητη και αμιγής κοινοτική επαγρύπνηση ('vigilantism').

Εδώ οι πολίτες σχηματίζουν οι ίδιοι περιπόλους, αναβιώνοντας εποχές, όπου ο κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος ήταν ακόμη θεσμικά ανεξέλικτος.

Αυτή η μονομέρεια προκαλεί με την ανισορροπία της σαφή προβλήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Από τη μια πλευρά έχουμε τις συνοικίες «ιδιωτικά φρούρια» χωρίς την παρουσία της δημόσιας δύναμης και από την άλλη γκέτο εγκλήματος με μια αστυνομία σε περικύκλωση και ρέπουσα όχι μόνο στην επιστροφή στο παραδοσιακό μοντέλο αστυνόμευσης αλλά και στην κατάχρηση εξουσίας λόγω της υπηρεσιακής-λειτουργικής της ανεπάρκειας και της προσωπικής επαγγελματικής απελπισίας των αστυνομικών οργάνων.

2. Όσο δυναμώνει στη σχέση διεταιρικότητας ο ρόλος του «αστυνομικού της γειτονιάς», μπορεί να προκύψουν δύο άλλες αλλοιώσεις.

Αφ' ενός μπορεί να μετατραπεί ο αστυνομικός σε ευέλικτο μακρύ χέρι του θεσμικού ελέγχου, ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σεριφοποίηση» του «αστυνομικού της γειτονιάς». Εδώ, η κοινότητα αντί να διαλέγεται με την αστυνομία αστυνομικοποιείται η ίδια.

Αφ' ετέρου, είναι δυνατό να υποχωρήσει το αστυνομικό έργο σε ένα τεχνητό ρόλο ΚΑ για τη διαχείριση ζητημάτων δευτερογενούς πρόληψης, δηλαδή αυτής που αφορά τη συμπεριφορά πληθυσμιακών ομάδων φερόμενων ως επικίνδυνων. Καθώς εδώ αντί για το διάλογο η αστυνομία θα ενεργεί βάσει στερεοτύπων ανασφάλειας που είναι ενεργά στην κοινότητα και σε συμμόρφωση με αυτά, το αποτέλεσμα θα είναι λίγο-πολύ και πάλι παραδοσιακά και έντονα κατασταλτικό (χαρακτηριστική περίπτωση η μεταχείριση με επιχειρήσεις «σκούπα» αλλοδαπών, κυρίως αντικανονικών μεταναστών ή Ρομά στη Γαλλία ή στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα).

3. Όσο η διεταιρικότητα διατηρείται στο πλαίσιο ενός όχι ισχυρού αλλά ισχνού κοινοτιστικού πλαισίου για να αποφεύγονται οι ανισορροπίες, η ΚΑ διατρέχει ένα άλλο κίνδυνο, την εξασθένησή της σε μια καθαρά ανταλλακτική σχέση κατανάλωσης υπηρεσιών από χρήστες ('consumer model') που θα υπεισέρχεται πλέον κυρίαρχα στη θέση της συνέργειας κοινότητας και αστυνομίας την οποία πρεσβεύει η ΚΑ. Ό,τι χάνεται σε επίπεδο κοινοτιστικής συνοχής στον έλεγχο, κερδίζεται σε συμβατική ισχύ.

Προς αυτή την κατεύθυνση οδεύει η ΚΑ με τη χρήση από τη δεκαετία του '90 στην Ευρώπη των περίφημων «συμβάσεων ασφάλειας» μεταξύ κοινοτικών φορέων και της κεντρικής διοίκησης που τους εκχωρεί τα μέσα και τους πόρους υλοποίησης της σύμβασης (όπως π.χ. στο Βέλγιο χρηματοδοτήθηκαν οι δήμοι να καθιερώσουν σε πνεύμα διεταιρικότητας συνεργασίες με τη αστυνομία για σκοπούς τοπικής πολιτικής ασφάλειας από το έγκλημα).

Εδώ γίνεται πλέον λόγος εύστοχα για «ολοκληρωμένες πολιτικές ασφάλειας» που σταδιακά απομακρύνονται από την αμεσότητα της κοινοτικής ζωής και προσλαμβάνουν χαρακτήρα τεχνο-πρόληψης ('techno-prevention') με έντονα διαχειριστικά και τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά (όπως π.χ. το βρετανικό παράδειγμα του τέλους της δεκαετίας του '90 της πολιτικής 'community safety' που στηρίχθηκε στο ιδιωτικοοικονομικό μοντέλο του 'New Public Management'). Και εδώ η αστυνομικοποίηση της κοινότητας ενεδρεύει.

Στη Βρετανία το πιλοτικό πρόγραμμα του 2001 στο Wiltshire προέβλεψε αστυνομικά καθήκοντα σε πολίτες συνεργάτες της αστυνομίας σε υποθέσεις μικρομεσαίας εγκληματικότητας (λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, ανάκριση υπόπτων κλπ.).

4. Δεν μπορεί να υπάρξει διεταιρικότητα, παρά τα ενάντια λεγόμενα από ορισμένους, σε μορφές μακρο- ή μεγα-εγκληματικότητας.

Η ΚΑ αφορά τη μικρή και τη μεσαία εγκληματικότητα. ΚΑ του οργανωμένου εγκλήματος δεν νοείται πέραν ίσως των απώτατων προσταδίων ή συνεπειών του (π.χ. ενόχληση της συνοικίας που απευθύνεται στην αστυνομία για την αύξηση φαινομένων πορνείας ανηλίκων στους δρόμους της ή αυξημένης διακίνησης ή χρήσης ναρκωτικών, οπότε βέβαια η ενεργοποίηση της κοινότητας και η συνέργεια με την αστυνομία επιβάλλεται απολύτως).

Δεν νοείται παντάπασιν ΚΑ σε περιπτώσεις ημεδαπής ή πολύ περισσότερο διεθνούς τρομοκρατίας.

Δεν μπορεί τέλος να γίνει φυσικά λόγος καθόλου για ΚΑ σε περιπτώσεις διεθνών εγκλημάτων. Πρόκειται για καταστάσεις που ξεπερνούν το βεληνεκές της συνοικίας.

5. Μεγάλο ζήτημα αποτελεί η δυνατότητα επέκτασης της ΚΑ σε περιπτώσεις θυματοποίησης ευπαθών κατηγοριών του τοπικού πληθυσμού, ανάλογα με την ηλικία, το εισόδημα, το φύλο ή την εθνοτική καταγωγή.

Επιστροφή στο ΜΕΝΟΥ  

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε