Ανάγκη επιτάχυνσης θετικών τάσεων
Στην Ελλάδα, μολονότι έχει παρουσιαστεί βελτίωση στην ανάπτυξη καινοτομιών, το επίπεδο καινοτομίας παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό και η χώρα μας παραμένει περισσότερο χρήστης των καινοτομιών που έχουν αναπτυχθεί αλλού, παρά παραγωγός τους.
Κατά τη τελευταία κυρίως πενταετία η χώρα μας εμφανίζεται ελαφρά βελτιωμένη στους περισσότερους από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη καινοτομία τόσο σε εθνικό, όσο και σε επίπεδο δικτύων επιχειρήσεων (π.χ., δημόσιες επενδύσεις σε Ε&Α, δια βίου μάθηση, άτομα με ανώτατη μόρφωση, επιχειρηματικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου κ.α.), ωστόσο συνεχίζει να παραμένει αρκετά έως σημαντικά πίσω συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ.
Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι θετικές τάσεις πρέπει να επιταχυνθούν και να διευρυνθούν σε όλα τα επίπεδα του συστήματος καινοτομίας («μακρο», «μεσο» και «μικρο»).
Υπό αυτό το πρίσμα, για μια τυπική ελληνική επιχείρηση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η «γρήγορη υιοθέτηση» καινοτομιών μέσω μεταφοράς τεχνολογίας αποτελεί περισσότερο ρεαλιστική προοπτική από ότι η «πρωτογενής» ανάπτυξη τεχνολογίας.
Από την άλλη μεριά, η επίτευξη υψηλών επιδόσεων στην καινοτομία θα μπορούσε να επιτευχθεί από την σύγκλιση μιας σειράς παραγόντων όπως:
• Καθιέρωση ικανών κινήτρων για ανάπτυξη καινοτομιών σε επίπεδο επιχείρησης, όπως η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, φορολογικά κίνητρα, κλπ
• Διασφάλιση της δημιουργίας νέας γνώσης, με ανάληψη ευθύνης από το κράτος να χρηματοδοτήσει την βασική έρευνα, και ανάληψη της ευθύνης για εμπορευματοποίηση των αποτελεσμάτων από τον ιδιωτικό τομέα. «Συνεταιρισμοί» (public-private partnerships) ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε αυτό το πλαίσιο, καθώς επιτρέπουν τον επιμερισμό του κόστους και τη διασφάλιση της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τον ιδιωτικό τομέα.
• Αποτελεσματικότητα στις κρατικές δαπάνες για καινοτομία. Παράλληλα με την χρηματοδότηση της βασικής έρευνας η κυβέρνηση υποστηρίζει την Ε&Α στον ιδιωτικό τομέα μέσα από διάφορες μορφές άμεσων και έμμεσων χρηματοδοτήσεων (π.χ. άμεσες επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις κτλ). Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση αυτών των πόρων μέσα από π.χ. εισαγωγή ανταγωνιστικών διαδικασιών στην επιλογή των φορέων που χρηματοδοτούνται από το κράτος
• Ενίσχυση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους φορείς του Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας (επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, δημόσιοι ερευνητικοί φορείς) της χώρας μας. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους βασικούς αυτούς φορείς που ασχολούνται με την καινοτομία, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική συνιστώσα επιτυχίας ενός Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας. Μέτρα και πολιτικές που αυξάνουν τις δυνατότητες μετακίνησης ερευνητών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και στην διασύνδεση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, με στόχο την μεγιστοποίηση της διακίνησης της γνώσης ανάμεσα τους έχουν κριθεί ως σημαντικά.
• Καλλιέργεια και αξιοποίηση των δικτυώσεων ανάμεσα στις επιχειρήσεις, που στη χώρα μας υστερούν σημαντικά έναντι αυτών των υπολοίπων χωρών της ΕΕ. Δράσεις και μέτρα όπως ενέργειες ευαισθητοποίησης για τα οφέλη των δικτύων, υποστήριξη start-ups σε συγκεκριμένα δίκτυα, δημιουργία κέντρων πληροφόρησης και τεχνολογικών κέντρων, κ.α. έχουν κριθεί ως σημαντικά.
• Αντιμετώπιση των οργανωτικών και διοικητικών ανεπαρκειών που φαίνεται να υπολανθάνουν της αδυναμίας ή / και αδιαφορίας των επιχειρήσεων να εμπλακούν σε καινοτομική δραστηριότητα.
Το Νέο Ανταγωνιστικό Περιβάλλον και η Καινοτομία
Οι επιχειρήσεις, και κατ' επέκταση οι εθνικές οικονομίες, δεν μπορούν να συνεχίζουν να βασίζονται στα παραδοσιακά τους προϊόντα και πρακτικές του παρελθόντος.
Παρατηρούμε ότι ο κύκλος ζωής των προϊόντων έχει μειωθεί σημαντικά, και οι επιχειρήσεις πρέπει να αναπτύσσουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες σε ρυθμούς πολύ εντονότερους από το παρελθόν.
Οι κλασσικοί συντελεστές παραγωγής που θεωρούνταν θεμελιώδεις για μια επιχείρηση στο παρελθόν, όπως το κεφάλαιο, το εργατικό δυναμικό και οι πρώτες ύλες, δεν είναι σε θέση πλέον να παρέχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα κρατήσει στο χρόνο.
Η παγκοσμιοποίηση και η έκρηξη των τεχνολογιών έχουν διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα. Κάποιοι μιλούν για υπέρ-ανταγωνισμό (hypercompetition), μια κατάσταση δηλαδή που χαρακτηρίζεται από μικρές περιόδους ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για κάποιες επιχειρήσεις διακοπτόμενες από συχνά κενά όπου επικρατεί έντονα ρευστότητα γύρω από το τι θα αποτελέσει μια νέα πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Κάποιοι άλλοι μιλούν για την «τούρμπο-οικονομία» ενώ άλλοι κάνουν λόγο για ένα νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον (new competitive landscape).
Είναι σαφές πως κάτι έχει αλλάξει: η Οικονομία της Γνώσης (ΟτΓ) αν δεν αποτελεί ήδη πραγματικότητα είναι σίγουρα προ των πυλών, με συνέπειες που θα γίνονται ολοένα και πιο έντονες τα επόμενα χρόνια. Η ΟτΓ αποτελεί την συνισταμένη τριών συσχετιζόμενων μεταξύ τους φαινομένων:
(α) η γνώση αποτελεί πλέον ένα αγαθό (commodity) που αγοράζεται και πουλιέται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους,
(β) οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) κάνουν δυνατή την άμεση παραγωγή και διάθεση της πληροφορίας και
(γ) η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε άτομα και οργανισμούς, ανεξάρτητα της γεωγραφικής χωροθέτησης έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Είναι προφανές ότι η ΟτΓ κινείται κυρίως μέσα από τις ΤΠΕ. Η επίδραση αυτών των τεχνολογιών τόσο σε μικρο όσο και σε μακρο επίπεδο είναι εξαιρετικά σημαντική. Οι επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα - κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν αναγκαστεί- να προβούν σε σημαντικές αναδιαρθρώσεις τόσο σε οργανωτικό - διοικητικό όσο και σε παραγωγικό επίπεδο, με ιδιαίτερα ευνοϊκά αποτελέσματα σε θέματα κόστους, χρόνου, ποιότητας και ευελιξίας.
Ταυτόχρονα οι ΤΠΕ ωθούν την παγκοσμιοποίηση των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων και την διαμόρφωση νέων επιχειρηματικών μοντέλων. Οι ΤΠΕ δεν αφορούν μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίθετα, ο ρόλος τους για τις ΜΜΕ μπορεί να είναι ιδιαίτερα θετικός καθώς τους προσφέρουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφόρηση, αγορές και πόρους με χαμηλό κόστος, πρόσβαση που ήταν σχεδόν αποκλειστικά προνόμιο των μεγάλων επιχειρήσεων στο παρελθόν. Ανεξάρτητα από αυτό όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ΜΜΕ υστερούν πολύ στην αξιοποίηση των ΤΠΕ.
Σε μακρο επίπεδο, οι εθνικές οικονομίες έχουν επηρεασθεί από την βελτίωση της παραγωγικότητας που αποδίδεται στην χρήση των ΤΠΕ, κυρίως αυτές που έχουν κάνει βήματα στις αναγκαίες υποδομές, δηλ., άνοιγμα των τηλεπικοινωνιακών τους αγορών με την συνακόλουθη μείωση του κόστους και επενδύσεις σε δίκτυα μεταγωγής δεδομένων υψηλών ταχυτήτων.
Όσες χώρες δεν έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι αναγκασμένες να το κάνουν σύντομα - και μια από αυτές τις χώρες είναι και η Ελλάδα -, διαφορετικά θα μείνουν πίσω στην κούρσα για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας τους.
Σύμφωνα όμως με μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, από μόνες τους οι επενδύσεις σε ΤΠΕ δεν αποτελούν πανάκεια. Όπως φαίνεται από το παράδειγμα έντονα αναπτυσσόμενων οικονομιών, οι ΤΠΕ αποτελούν "εργαλείο" για την ανάπτυξη συνθηκών που ευνοούν την επιχειρηματικότητα, την επικοινωνία, έγκαιρη πληροφόρηση και "ευθυγράμμιση με την αγορά", την καλλιέργεια των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, και την καινοτομία.
Η καινοτομία πράγματι προβάλλει ως μια από τις πλέον σημαντικές παραμέτρους για την ανάπτυξη, τόσο σε επίπεδο εθνικής οικονομίας όσο και στο επίπεδο της επιχείρησης. Oι διαφορές ανταγωνιστικότητας και του κατά κεφαλήν εισοδήματος που παρατηρούνται ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες μπορούν σε ένα βαθμό τουλάχιστον, να αποδοθούν σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης καινοτομικών προϊόντων, διαδικασιών ή υπηρεσιών.
Ανασταλτικοί παράγοντες και δυσμενείς συνθήκες ανάπτυξης καινοτομίας στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τα χαμηλότερα ποσοστά σε βασική έρευνα και αποδοτικότητα καινοτομίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η διαπίστωση αυτή δύναται να εξηγηθεί από μια σειρά κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, οι οποίοι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη και διάχυση της καινοτομίας στην Ελλάδα τόσο σε εθνικό όσο και σε «μέσο» και «μικρο» επίπεδο:
• Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει κυρίως βασιστεί στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας από το εξωτερικό. Η εγχώρια Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Επιπρόσθετα, τα υπάρχοντα εθνικά Ιδρύματα και Ινστιτούτα Έρευνας και Τεχνολογίας αδυνατούν να προσφέρουν τα απαιτούμενα επίπεδα βασικής έρευνας τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.
• Η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, που διοικούνται συνήθως από τον ιδιοκτήτη-επιχειρηματία. Μ' αυτόν το τρόπο η πλειοψηφία των καινοτομικών δραστηριοτήτων αποτελεί απόρροια πρωτοβουλιών του ίδιου του ιδιοκτήτη ή μιας μικρής διοικητικής ομάδας, και όχι στρατηγικές επιλογές οργανωμένων τμημάτων Ε&Α και μάρκετινγκ ή αποτέλεσμα υποστηρικτικών προγραμμάτων της Πολιτείας.
• Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποδομής σε θέματα νομοθεσίας, δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, επάρκειας επιστημονικού προσωπικού, καθώς και ξεπερασμένων συστημάτων εκπαίδευσης που δε συνδέονται με τις ανάγκες της αγοράς. Ταυτόχρονα, η πολύ χαμηλή γεωγραφική και διαεπιχειρησιακή κινητικότητα του επιστημονικού προσωπικού εμποδίζει σημαντικά τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, περιορίζοντας έτσι τις εισροές για ισόρροπη καινοτομική δραστηριότητα.
• Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, η ύπαρξη υψηλής φορολογίας σε συνδυασμό με τον κρατικό προστατευτισμό των ελληνικών προϊόντων (π.χ., υψηλοί δασμοί σε ξένα ανταγωνιστικά προϊόντα) οδήγησαν σε χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικών επενδύσεων σε καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες
Καινοτομία στην Ελλάδα και η πορεία της στο μέλλον
Η ύπαρξη όλων των παραπάνω συνθηκών οδήγησε τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις σε διάφορους διεθνείς δείκτες τεχνολογικής έρευνας και καινοτομίας.
Μολαταύτα, η Ελλάδα σήμερα ανήκει σε εκείνη την ομάδα χωρών της ΕΕ που παρουσιάζει μια ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση του ρυθμού επενδύσεων σε υποδομές Ε&Α. Οι υποδομές αυτές περιλαμβάνουν τη σύνθεση στοιχείων όπως:
συνολική δαπάνη σε Ε&Α,
αριθμός ερευνητών και κατόχων διδακτορικών διπλωμάτων,
συνολική επένδυση στο εκπαιδευτικό σύστημα και στη δια βίου μάθηση, και
δαπάνες που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με μελέτη της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (η οποία ήρθε η ώρα να καταργηθεί) οι ελληνικές επιχειρήσεις καινοτομούν κυρίως με σκοπό:
• να δημιουργήσουν νέες αγορές
• να αυξήσουν τα μερίδια τους στις υπάρχουσες αγορές
• να βελτιώσουν την ποιότητα των τελικών προϊόντων τους
• να αυξήσουν την ευελιξία της παραγωγικής τους διαδικασίας
• να επιτύχουν μείωση του εργατικού κόστους και αύξηση της παραγωγικότητας.
Αντίθετα, διαφαίνεται ότι οι επιχειρήσεις δε θεωρούν ως σημαντικά, κίνητρα καινοτομίας που σχετίζονται με την ορθολογική χρήση υλικών και ενέργειας, καθώς και με τη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Θα πρέπει να είναι σαφές λοιπόν πως η Ελλάδα είναι περισσότερο «χρήστης» καινοτομικών τεχνολογιών που έχουν αναπτυχθεί αλλού παρά «παραγωγός» καινοτομιών, για λόγους που σχετίζονται:
(α) με το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς και την τοποθέτηση της στην περιφέρεια της Ευρώπης,
(β) στην έλλειψη βιομηχανικής παράδοσης των ελληνικών επιχειρήσεων, που σημειωτέον είναι κατά βάση συγκεντρωμένες σε παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής ή μέσης έντασης τεχνολογίας, και
(γ) με μια εθνική «υποδομή» που ασφαλώς απέχει πολύ από το να θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και κατάλληλη για την ανάπτυξη ή υποστήριξη της καινοτομίας.
Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι για την τυπική ελληνική επιχείρηση, η μεταφορά τεχνολογίας αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική στρατηγική επιλογή από ότι η πρωτογενής και αυτοδύναμη ανάπτυξη καινοτομίας, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν (ή δεν θα υπάρξουν) πολλές περιπτώσεις παραγωγής «αυθεντικής» καινοτομίας από ελληνικές επιχειρήσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο σχεδιασμός και υλοποίηση πολιτικών που θα υποστηρίζουν αποτελεσματικά την «γρήγορη υιοθέτηση» (early adoption) καινοτομιών μέσω μεταφοράς τεχνολογίας, αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο για τον εκσυγχρονισμό και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σημαντικό ρόλο εδώ έχουν να παίξουν φορείς όπως Κέντρα Αναδιανομής Καινοτομίας και Κέντρα Τεχνομεσιτείας, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα σε «παραγωγούς» καινοτομίας (κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, από το εξωτερικό) και «χρήστες» (κυρίως μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις).
Καθοριστικοί παράγοντες σε αυτό το πλαίσιο, πέρα βέβαια από τον σαφή στρατηγικό προσανατολισμό της επιχείρησης προς τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, είναι:
• Η αποτελεσματικότητα στην ενημέρωση των επιχειρήσεων για τα πλεονεκτήματα που σχετίζονται με την μεταφορά καινοτομικών τεχνολογιών
• Η ύπαρξη αποτελεσματικών «εργαλείων» χρηματοδότησης των ΜΜΕ που εμπλέκονται σε διαδικασίες μεταφοράς τεχνολογίας
• Η ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών υποστήριξης των ΜΜΕ κατά την διαδικασία μεταφοράς τεχνολογίας (π.χ. εύρεση της κατάλληλης τεχνολογίας, υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις κ.ο.κ).
Η διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών που θα ευνοούν την «παραγωγή» (έναντι της «υιοθέτησης») καινοτομίας είναι σαφώς δυσκολότερο και πολυεπίπεδο εγχείρημα. Μια ποικιλία παραγόντων μπορεί να «ενοχοποιηθεί» για την επίτευξη υψηλών επιδόσεων σε καινοτομία.
Γενικά όμως, η έρευνα φαίνεται να συγκλίνει σε παράγοντες όπως:
• μακρο-οικονομικές πολιτικές που, συμβάλλουν στην δημιουργία σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, διευκολύνουν την πρόσβαση σε κεφάλαια, και προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία.
• το μέγεθος (size) του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε δραστηριότητες Ε&Α και άλλες τεχνικές δραστηριότητες,
• το ύψος των επενδύσεων σε Ε&Α,
• τους πόρους που διατίθενται στην ανώτατη εκπαίδευση, και
• στο βαθμό κατά τον οποίο οι εθνικές πολιτικές ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις σε Καινοτομία και στην εμπορική της αξιοποίηση.
Για να συνεχιστεί η συντελούμενη καινοτομική πρόοδος των ελληνικών επιχειρήσεων, θα πρέπει η πολιτεία να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνοψίζοντας μερικές από αυτές είναι:
• Η παροχή κινήτρων και γνώσεων στις επιχειρήσεις σε θέματα πωλήσεων π.χ. μέσα από ημερίδες ή έργα που θα έχουν ως αντικείμενο την ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων πώλησης και διανομής, θα συμβάλει στην αύξηση της καινοτομίας εμπορίας και κατ' επέκταση της μη τεχνολογικής καινοτομίας.
• Προκειμένου να αυξηθεί το ποσοστό των (τεχνολογικών) καινοτομιών που εισάγονται με επιτυχία στην αγορά από τις επιχειρήσεις της βιομηχανίας, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις σχετικές με τον περιορισμό των παραγόντων που παρεμποδίζουν τις δραστηριότητες καινοτομίας τους. Αυτό συνεπάγεται τη διαμόρφωση του κατάλληλου νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, την εντατικοποίηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την ανάληψη δράσεων για την επιμόρφωση των απασχολούμενων σε θέματα που αφορούν την καινοτομία, την τεχνολογία και την αγορά.
• Ειδικά για τις επιχειρήσεις των υπηρεσιών, θα πρέπει να επιδιωχθεί και να ενθαρρυνθεί η σύναψη περισσότερων συνεργασιών για δραστηριότητες καινοτομίας, όπως και η στο μέγιστο δυνατό βαθμό αξιοποίηση από αυτές των πηγών πληροφοριών για δραστηριότητες καινοτομίας. Απαραίτητη δράση για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελεί η ενημέρωση των υπεύθυνων των επιχειρήσεων για τα οφέλη που αποφέρει στην καινοτομική δραστηριότητά τους η αξιοποίηση της συνεργασίας και των πληροφοριών που προέρχεται από έξω-εταιρικούς φορείς, ακόμη κι αν αυτοί ανήκουν στον ίδιο όμιλο.
• Η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις των υπηρεσιών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε μεγαλύτερο βαθμό στις δαπάνες που συνεπάγεται η ανάληψη δραστηριοτήτων καινοτομίας. Ένα τέτοιο μέτρο θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής καινοτόμων προϊόντων.
• Τέλος, η ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να αναπτύξουν δραστηριότητες ΕΤΑ στο εσωτερικό τους αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αποθέματος γνώσεων των επιχειρήσεων που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει στην εισαγωγή περισσότερων καινοτομιών στην αγορά. Με το μέτρο αυτό θα μειωθεί, παράλληλα, η ανάγκη των επιχειρήσεων για αγορά γνώσεων από εξωτερική ΕΤΑ.
Ακόμη πιο συγκεκριμένα, Ο ΟΟΣΑ συγκέντρωσε ως εξής τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις μπορούν να συμβάλλουν στην συνεχή ανάπτυξη και διάχυση καινοτομιών:
• Καθιέρωση σωστών κινήτρων για καινοτομία. Υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν τα κίνητρα μια επιχείρησης ώστε να επενδύσει σε καινοτομία. Ένα από τα πλέον βασικά είναι και η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σημειώνεται σχετικά πως πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία στην ανάγκη διάχυσης της γνώσης ανάμεσα στους ερευνητικούς φορείς από την μια, και στην δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης από τον ιδιωτικό τομέα από την άλλη.
• Διασφάλιση της δημιουργίας νέας γνώσης. Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις τείνουν σαφώς προς την εφαρμοσμένη έρευνα, αναζητώντας τεχνολογίες που μπορούν σχετικά σύντομα να μετατραπούν σε εμπορεύσιμα προϊόντα, αποτελεί ευθύνη του κράτους να χρηματοδοτήσει την βασική έρευνα ανεξάρτητα από τον μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που αυτή συνεπάγεται αναφορικά με τα αποτελέσματα της. Θα πρέπει πάντως η βασική έρευνα να στρέφεται προς κατευθύνσεις με υψηλές οικονομικές ή κοινωνικές προσδοκίες για επωφελή αποτελέσματα. «Συνεταιρισμοί» ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε αυτό το πλαίσιο, καθώς επιτρέπουν τον επιμερισμό του κόστους και τη διασφάλιση της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τον ιδιωτικό τομέα.
• Αποτελεσματικότητα στις κρατικές δαπάνες για καινοτομία. Παράλληλα με την χρηματοδότηση της βασικής έρευνας οι κυβερνήσεις υποστηρίζουν την Ε&Α στον ιδιωτικό τομέα μέσα από διάφορες μορφές άμεσων και έμμεσων χρηματοδοτήσεων (π.χ. άμεσες επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις κτλ). Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση αυτών των πόρων μέσα από π.χ. εισαγωγή ανταγωνιστικών διαδικασιών στην επιλογή των φορέων που χρηματοδοτούνται από το κράτος
• Ενίσχυση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους φορείς του ΕΣΚ. Έχει ήδη σημειωθεί ότι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους βασικούς δρώντες (επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, δημόσιοι ερευνητικοί u966 φορείς) που ασχολούνται με την καινοτομία, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική συνιστώσα επιτυχίας ενός ΕΣΚ. Ο ΟΟΣΑ προτείνει την επανεξέταση περιορισμών στην δυνατότητα μετακίνησης ερευνητών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και στην διασύνδεση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, με στόχο την μεγιστοποίηση της διακίνησης της γνώσης ανάμεσα τους.
Οι παραπάνω άξονες και δράσεις πολιτικής αποτελούν «κοινό τόπο» για την δημιουργία κατάλληλης εθνικής «υποδομής».
Αναφορικά με το «μεσο» και «μικρο» επίπεδο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι επισημάνσεις γύρω από την καινοτομία των ελληνικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα:
• Πρώτον, την ανάγκη καλλιέργειας και αξιοποίησης των δικτυώσεων ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Επισημαίνεται σχετικά πως οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σημαντικά έναντι αυτών από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ΕΕ. Προτείνονται δράσεις όπως ενέργειες ευαισθητοποίησης για τα οφέλη των δικτύων, υποστήριξη start-ups σε συγκεκριμένα δίκτυα, δημιουργία κέντρων πληροφόρησης και τεχνολογικών κέντρων, κ.α.
• Δεύτερον, τις οργανωτικές και διοικητικές ανεπάρκειες που φαίνεται να υπολανθάνουν της αδυναμίας ή / και αδιαφορίας των επιχειρήσεων να εμπλακούν σε καινοτομική δραστηριότητα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι προβλήματα κοινά για επιχειρήσεις που καινοτομούν, όπως η έλλειψη εξειδικευμένου δυναμικού και η έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογική πληροφόρηση, δεν φαίνεται να απασχολούν τις επιχειρήσεις που δεν καινοτομούν.
Συνάγεται επομένως, πως η χαμηλή καινοτομικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, κατά ένα σημαντικό βαθμό οφείλεται και σε ενδογενείς δυσκαμψίες και ανεπάρκειες.
Η προσπάθεια επομένως, διαμόρφωσης ενός πλαισίου πολιτικών που θα στοχεύει στην ανάπτυξη της καινοτομίας στην Ελλάδα, πρέπει να θέτει ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα του οργανωτικού και διοικητικού εκσυγχρονισμού των κατ' εξοχήν φορέων καινοτομικότητας που είναι οι ίδιες